O Σύλλογος των Μικρασιατών «Η Ανατολή» (1891) και η δράση του – Η μεταστροφή της Ελλάδας μετά τους διωγμούς του 1914 – Ο Βενιζέλος, ο Μεταξάς και τα χαμένα τουρκικά θωρηκτά
Τα άρθρα που έχουμε γράψει για τη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα όσα αφορούν τη μικρασιατική εκστρατεία και την καταστροφή που ακολούθησε έχουν μεγάλη απήχηση στους αναγνώστες του protothema.gr και συγκεντρώνουν πολλά σχόλια. Κι ενώ για την Μικρά Ασία μεταξύ 1919-1922 έχουν γραφτεί πολλά, είναι άγνωστο το τι γινόταν τα προηγούμενα χρόνια. Όπως θα δούμε, αν και η Μικρά Ασία θεωρείτο τμήμα του ελληνικού εθνικού χώρου ήδη από το 1540, μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την «Ασιατική Ελλάδα».
Η Μικρά Ασία από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους ως το 1891
Το πολιτικό ενδιαφέρον της Ελλάδας για τη Δυτική Μικρά Ασία και η εκδήλωση απελευθερωτικών τάσεων από πλευράς των Ελλήνων Μικρασιατών το 1914 δεν ήταν καινοφανή . Η συμπερίληψη της Δυτικής Μικράς Ασίας και του Πόντου στον ελληνικό εθνικό χώρο υπήρχε ήδη από τον 16ο αιώνα. Ο Κερκυραίος Νικόλαος Σοφιανός (περ. 1500-1552), κωδικογράφος και εκδότης, από τους προδρόμους του δημοτικιστικού κινήματος, δημοσίευσε γύρω στο 1540 την «Περιγραφή της Ελλάδος», μια σειρά χαρτών που απεικονίζουν όλες τις περιοχές της Ανατολής με ελληνικό στοιχείο, από τα Επτάνησα και την Κρήτη, ως τη Βλαχία και τον Πόντο. Ο χάρτης αυτός («Totius Graeciae Descriptio»), θεωρείται ο πρώτος έντυπος χάρτης του ελληνικού χώρου σχεδιασμένος από Έλληνα. Μάλιστα, ο παντελώς άγνωστος σήμερα (μακάρι να τον γνωρίζουν κάποιοι…) Σοφιανός σημείωνε πλάι στα αρχαία τοπωνύμια και τα σύγχρονά τους νεοελληνικά, δείχνοντας καθαρά την πρόθεσή του να συσχετίσει τον αρχαίο με το νεότερο ελληνισμό. Ο χάρτης του Σοφιανού που πρωτοδημοσιεύτηκε στη Ρώμη επανεκδόθηκε από τον Ανδρέα Μουστοξύδη το 1843. Οι Γρηγόριος Κωνσταντάς και Δανιήλ Φιλιππίδης στη «Γεωγραφία Νεωτερική» που εκδόθηκε στη Βιέννη το 1791 διαιρούσαν την Ελλάδα σε «Ευρωπέικη (ή «κυρίως») Ελλάδα» και σε «Ασιατική Ελλάδα». Τόνιζαν μάλιστα ότι «όλα τα παράλια της Μικράς Ασίας και πολλά μεσόγειά της ήταν κατοικημένα από Έλληνες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εις αυτήν από καιρό αξιομνημόνευτο».
Η Δυτική Μικρά Ασία συμπεριλαμβάνεται επίσης στα όρια της «Χάρτας της Ελλάδος» του Ρήγα Φεραίου που εκδόθηκε στη Βιέννη το 1797. Το ίδιο συνέβαινε με τον «εθνοκρατικό» χάρτη των Βαλκανίων, των «Πίνακα των ελληνικών χωρών» του Heinrich Kiepert, τον οποίο εκτύπωσε ο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων το 1878, μετά από τροποποιήσεις του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Όλα αυτά συντέλεσαν στη διαμόρφωση μιας στενής σχέσης του νεότερου ελληνικού έθνους με τον χώρο.
Αν και το ελληνικό Προξενείο στη Σμύρνη άνοιξε το 1833 και το Υποπροξενείο στις Κυδωνίες το 1836, ως τις αρχές του 20ου αιώνα, το πολιτικό ενδιαφέρον του ελληνικού κράτους για τον μικρασιατικό ελληνισμό ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν της Ελληνικής Παιδείας» (ΣΔΕΠ) που ιδρύθηκε το 1869 και εργάστηκε «υπέρ ενισχύσεως και διαδόσεως της Ελληνικής Παιδείας και του Ελληνικού φρονήματος», έδειξε ενδιαφέρον μόνο για τη Μακεδονία, τη Θράκη και την Ήπειρο και όχι για τις περιοχές πέρα από το Αιγαίο. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον υπήρξε για τη Μακεδονία, όπου ελλόχευε ο κίνδυνος εκβουλγαρισμού. Ακόμα και η «Επιτροπή προς Ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας» (ΕΕΕΠ) που ιδρύθηκε το 1886 με βασικούς στόχους την τόνωση του εθνικού και θρησκευτικού αισθήματος των Ελλήνων, δεν συμπεριέλαβε στον προϋπολογισμό της χρήματα για τη Μικρά Ασία και τον Πόντο.
Μάλιστα, όταν το 1887 ο Έλληνας Πρόξενος στην Τραπεζούντα ζήτησε από την ΕΕΕΠ να συνδράμει και τα χωριά της περιοχής του έλαβε την απάντηση ότι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το αίτημά του καθώς τα περιορισμένα κεφάλαια της ΕΕΕΠ προορίζονταν για τις περιοχές της Μακεδονίας, της Θράκης και της Ηπείρου. Ενδεικτική της απογοήτευσης των Μικρασιατών είναι η επιστολή του εφόρου του Συλλόγου της «Ανατολής» προς τον πρόεδρό του Μ. Ευαγγελίδη (Κωνσταντινούπολη, 28 Μαΐου 1903), στην οποία στηλιτευόταν η αναλγησία, η αδιαφορία και η «συστηματική εθνική απάθεια» των ιθυνόντων της «ελευθέρας Ελλάδος» «δια τας απολύτους εθνικάς ανάγκας της Μικράς Ασίας».
Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι ο μικρασιατικός ελληνισμός ήταν εξαρτημένος πνευματικά από την Κωνσταντινούπολη και όχι από την Αθήνα. Πρωταρχικός χρηματοδότης της ελληνικής παιδείας στις οθωμανοκρατούμενες περιοχές ήταν ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (ΕΦΣΚ) που ιδρύθηκε το 1860. Η Τατιάνα Σταύρου χαρακτήριζε τον ΕΦΣΚ «Υπουργείο Παιδείας του αλυτρώτου Ελληνισμού». Ωστόσο τη μερίδα του λέοντος των χορηγιών του ΕΦΣΚ την εισέπρατταν σχολεία και φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι των ευρωπαϊκών επαρχιών της Τουρκίας. Έτσι, το 1873 τα μικρασιατικά σχολεία έλαβαν από τον ΕΦΣΚ μόλις 80 λίρες Τουρκίας, σε σύνολο 1.190 λιρών Τουρκίας που διατέθηκαν για εκπαιδευτικούς σκοπούς της «υπόδουλης» Ρωμιοσύνης», ενώ το 1873 δόθηκαν 850 λίρες Τουρκίας στη Μακεδονία και τη Θράκη και μόλις 100 στη Μικρά Ασία.
Ο βασικός λόγος για τη φαινομενική αδιαφορία του, τότε, ελληνικού κράτους προς τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας ήταν ότι η Ελλάδα κατείχε τότε μόνο τις Κυκλάδες και κανένα από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, ενώ δεν είχε και εδαφική «σπονδυλική στήλη» στα Βαλκάνια. Ακόμα, ως το 1914 οι μικρασιατικοί πληθυσμοί δεν διέτρεχαν ιδιαίτερο κίνδυνο από αντιπάλους εθνικιστές (όπως π.χ. οι Βούλγαροι), ούτε από τους Οθωμανούς.
Πάντως, το 1887 λειτουργούσε Γενικό Προξενείο στη Σμύρνη, Προξενείο στην Τραπεζούντα και τέσσερα Υποπροξενεία σε Αττάλεια, Ελλήσποντο, Κυδωνίες και Προύσα. Παράλληλα, από το 1882 το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας άρχισε να εξομοιώνει τα μικρασιατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα με αντίστοιχα της, τότε Ελλάδας. Η αρχή έγινε με την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης που το 1882 αναγνωρίστηκε ως ισότιμη με το Αρσάκειο, όπως και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο της Σμύρνης (της «Αγίας Φωτεινής») το 1900. Τέλος, το 1911 το Γυμνάσιο της Αμισού αναγνωρίστηκε ως ισότιμο με τα ελληνικά Γυμνάσια. Πάντως, το πρόβλημα της ελλιπούς χρηματοδότησης των μικρασιατικών σχολείων, αντιμετωπίστηκε σε μεγάλο βαθμό με την ίδρυση
Φιλεκπαιδευτικών Συλλόγων μετά το 1875. Δεν ιδρύθηκαν μόνο στα μεγάλα κέντρα τον ελληνισμού, όπως η Κωνσταντινούπολη, τέτοιοι σύλλογοι, αλλά και σε απομακρυσμένες περιοχές όπως η Άγκυρα, η Ινέπολη κ.ά.
Ο Σύλλογος των Μικρασιατών «Η Ανατολή»
Πάντως, ως την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, η Μικρά Ασία παρέμενε άγνωστη για τους Έλληνες. Ο Ι. Βαλαβάνης το 1891 χαρακτηρίζει τους Έλληνες μικρασιάτες «παρίας του ελληνισμού» και την έσω Μικρά Ασία ως «αχανή Σαχάρα του ελληνισμού». Κομβικό ρόλο στην ανάδειξη των προβλημάτων των Μικρασιατών διαδραμάτισε ο Σύλλογος των Μικρασιατών της Αθήνας «Η Ανατολή» που ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1891 στην Αθήνα και διαλύθηκε οριστικά το 1939. Σύμφωνα με το Καταστατικό του (άρθρο 2) το οποίο συντάχθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1891 σκοποί του Συλλόγου ήταν:
α) η αδελφική συνένωσις πάντων των ενταύθα (ενν. όσων ζούσαν στην Αθήνα) Μικρασιατών και
β) η ιστορική και η πραγματική μελέτη της εαυτών πατρίδος και η κατά το ενόν θεραπεία των αναγκών αυτής.
Ιδρυτικά του μέλη ήταν ο τότε Υφηγητής της Ιστορίας στο (Εθνικό) Πανεπιστήμιο Μαργαρίτης Ευαγγελίδης από τη Μηχανιώνα Κυζίκου (1850-1932) ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος του Συλλόγου ως το 1925 (με εξαίρεση το διάστημα 1910-1914), ο Υφηγητής της Ιστορίας Παύλος Καρολίδης από το Ανδρονίκειον της Καππαδοκίας (1849-1930), ο Διευθυντής του Σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς Φιλοποίμην Παρασκευαΐδης, ο Αντισυνταγματάρχης Ζήσης Μπασδέκης και ο καταγόμενος από το Αϊδίνι δημοσιογράφος Ανδρέας Καβαφάκης (1873-1922). Σκοπός του Συλλόγου, που υπολόγιζε τους Έλληνες της Μικράς Ασίας σε 3 εκατομμύρια, ήταν η προώθηση των αιτημάτων και των αναζητήσεων των Μικρασιατώνστα κέντρα των πολιτικών αποφάσεων. Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν τότε οι Χριστιανοί της Μικράς Ασίας ήταν η προσπάθεια προσηλυτισμού από προτεστάντες και ρωμαιοκαθολικούς μισιονάριους (ιεραπόστολους). Έτσι, ο Σύλλογος «Ανατολή» ίδρυσε το ιεροδιδασκαλείο που έφερε το όνομά του («Ανατολή») το 1900 στην Πάτμο, το οποίο μεταφέρθηκε το 1906 στη Σάμο. Οι απόφοιτοί του θα αγωνίζονταν «τον Ελληνικόν αγώνα της προαγωγής και της διαπλάσεως των εν Μικρά Ασία αδελφών». Βασικό μέσο για την επίτευξη των σκοπών του συλλόγου ήταν η έκδοση του περιοδικού «Ξενοφάνης» το 1896. Ανέστειλε την έκδοσή του το 1897 ως το 1904 και επανεκδόθηκε στη συνέχεια ως το 1910.
Σκοπός του συλλόγου ήταν επίσης ο γλωσσικός εξελληνισμός των τουρκόφωνων, αραβόφωνων, αρμενόφωνων και άλλων ξενόγλωσσων πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Για τον λόγο αυτό, το ¼ του μαθητικού πληθυσμού του ιεροδιδασκαλείου της «Ανατολής» ήταν ξενόφωνο. Παράλληλα, από το 1911 στα Φλαβιανά της Καππαδοκίας άρχισε να λειτουργεί Διδασκαλείο των Νηπιαγωγών. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Σύλλογος άρχσε να προχωρά σε ενέργειες που θα μπορούσαν να προσλάβουν πολιτική χρήση. Το 1904 παρουσίασε «πίνακα στατιστικής εμφαίνοντα τας θρησκευτικάς και εκπαιδευτικάς δυνάμεις της Μικράς Ασίας» και το 1907 κατάρτισε στατιστική «του Ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας» και των εκεί ελληνικών σχολείων «κατά εκκλησιαστικάς περιφερείας». Μόλις το 1912 το ελληνικό ΥΠΕΞ διαβίβασε τη στατιστική αυτή «προς τας αρμοδίας Προξενικάς Αρχάς προς εξέλεγξιν και συμπλήρωσιν» και προς κατανομή τους «κατά διοικητικάς περιφερείας». Πάντως η ενίσχυση από το ελληνικό κράτος προς τον Σύλλογο ήταν πενιχρή. Έτσι το 1910 η «Ανατολή» είχε συσσωρεύσει έλλειμμα 4.908,45 δραχμές και αναγκάστηκε να διακόψει την έκδοση του «Ξενοφάνη».
Η «ανακάλυψη» της Μικράς Ασίας από το ελλαδικό κοινό – Ο ρόλος του διπλωμάτη Σταμάτη Αντωνόπουλου
Ακόμα και στις αρχές του 20ου αιώνα πάντως, όπως γράφει ο Σπυρίδων Πλουμίδης, η Μικρά Ασία ήταν terra incognita (άγνωστη γη) για το ελλαδικό κοινό. Σχετικά είναι όσα γράφουν ο μικρασιατικής καταγωγής γιατρός Δημήτριος Γιασσάς (1898), ο Μ. Ευαγγελίδης (1903) και άλλοι. Ο πρώτος Έλληνας με επίσημη ιδιότητα που ανέδειξε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας ήταν ο Σταμάτης Αντωνόπουλος που διετέλεσε Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στη Σμύρνη στις αρχές του 20ου αιώνα. Το 1901 και το 1902 πραγματοποίησε περιοδεία στη Μικρά Ασία και κατέγραψε πολύτιμα στοιχεία για τους Έλληνες που ζούσαν εκεί.
Επίσης, σε εμπιστευτική έκθεσή του ο Αντωνόπουλος το 1903 πρότεινε στο Υπουργείο των Εξωτερικών την αναβάθμιση Προξενείων και Υποπροξενείων της Μικράς Ασίας. Παράλληλα ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να του γνωστοποιήσει «εμπιστευτικώς» τον ορθόδοξο πληθυσμό των μητροπόλεών του και να μην χειροτονεί ιερείς που αγνοούσαν την ελληνική γλώσσα. Το 1907 ο Αντωνόπουλος δημοσιοποίησε την έκθεσή του, ταρακουνώντας τα «λιμνάζοντα ύδατα» στην ελληνική κοινωνία. Σημαντική εξέλιξη ήταν ο διορισμός το 1908 του Γερμανού Καραβαγγέλη, πρώην Μητροπολίτη Καστοριάς στη θέση του Μητροπολίτη Αμασείας. Τέλος, το 1909 ο νεαρός τότε καθηγητής πανεπιστημίου (μετέπειτα διαπρεπής οικονομολόγος και ακαδημαϊκός) Ανδρέας Ανδρεάδης, περιηγήθηκε για 20 μέρες στη μικρασιαστική χερσόνησο και σε διαλέξεις του στην Αθήνα όταν επέστρεψε ζήτησε να εννοήσει το ακροατήριο τη σημασία της Μικράς Ασίας και τους κινδύνους του εκεί ελληνισμού. Παράλληλα ενέταξε στις διαλέξεις του τον «Ασιατικόν Ελληνισμόν» στους «αλυτρώτους αδελφούς» του «Έξω Ελληνισμού».
Υπήρχαν πολεμικά σχέδια της Ελλάδας για τη Μικρά Ασία;
Από τα αρχειακά τεκμήρια των Υπουργείων Εξωτερικών και Στρατιωτικών τεκμαίρεται ότι τουλάχιστον μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) η πιθανότητα μιας εκστρατείας στη Μικρά Ασία βρισκόταν αχνά και απροσδιόριστα στους στόχους της Επιτελικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Στρατού. Χαρακτηριστικά, ο Ιωάννης Μεταξάς έγραφε το 1924: «… μέχρι του 1915 η Ελλάς δεν είχε καμίαν μικρασιατικήν πολιτικήν». Η συστηματική συλλογή πληροφοριών για τις στρατιωτικές
εγκαταστάσεις των Οθωμανών στη Σμύρνη ξεκίνησαν μετά την επάνοδο του Ελευθέριου Βενιζέλου στην εξουσία τον Ιούνιο του 1917.
Ακόμα και η βραχύβια «Πανελλήνια Οργάνωσις» (1908-1909), αν και συντόνιζε τις ανορθόδοξες επιχειρήσεις στην οθωμανική αυτοκρατορία δεν ανέλαβε καμία δράση στη Μικρά Ασία. Το 1911 το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ανέλαβε την πρωτοβουλία για την ίδρυση ή την επανίδρυση ελληνικών πολιτικών συνδέσμων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στη Μικρά Ασία, ιδρύθηκαν σύλλογοι στη Σμύρνη, τις Κυδωνίες και την Τραπεζούντα. Οι σύλλογοι αυτοί όμως δεν στόχευαν στην ενθάρρυνση αποσχιστικών τάσεων αλλά στη διεκδίκηση της ισοπολιτείας απέναντι στους Μουσουλμάνους και «εις την διατήρησιν των προαιωνίων δικαίων του έθνους». Ακόμα και μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους, ο Βενιζέλος τόνιζε ότι «η Τουρκία και η Ελλάς ουδέν πλέον έχουσι να μοιράσωσιν». Βέβαια η Τουρκία είχε ενστάσεις για την παραχώρηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα. Ο Βενιζέλος καθησύχαζε τον Γάλλο πρέσβη στην Αθήνα αλλά και τους Τούρκους πρέσβεις στη Ρώμη και το Παρίσι λέγοντάς τους ότι η Ελλάδα δεν είχε εδαφικές βλέψεις απέναντι στην ασιατική Τουρκία και ότι τα 2 εκατομμύρια Ελλήνων που ζούσαν στην Τραπεζούντα και βορειότερα ως την Αλεξανδρέτα ήταν μια άσημη μειονότητα σε σχέση με τους Μουσουλμάνους της ενδοχώρας.
Πάντως η Τουρκία παρήγγειλε στη Μ. Βρετανία δύο θωρηκτά εκτοπίσματος 28.000 και 27.500 τόνων αντίστοιχα (το «Sultan Osman I» και το «Resadiye») που θα παραλάμβανε τον Αύγουστο του 1914. Αυτό θα άλλαζε δραματικά τις ισσοροπίες στο Αιγαίο υπέρ της Τουρκίας. Όπως αποκαλύπτουν τα βρετανικά διπλωματικά έγγραφα, ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα είπε στις 22 Ιανουαρίου 1914 στον Βρετανό ομόλογό του, ότι αν οι Έλληνες δεν άκουγαν τη φωνή της λογικής και δεν παραχωρούσαν οικειοθελώς τη Χίο και τη Λέσβο στην Τουρκία, η χώρα του θα αναγκαζόταν να καταλάβει τα νησιά με τη βία και να κάνει αφόρητη τη ζωή των Ελλήνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτό έκανε ορισμένους, όπως τον τότε υπαρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ιωάννη Μεταξά, τον επικεφαλής της βρετανικής πολεμικής αποστολής ναύαρχο Kerr και τον Έλληνα πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Δημήτριο Πανά να εισηγηθούν τη διακοπή των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία για την ανταλλαγή
πληθυσμών και την εξαπόλυση ενός προληπτικού πολέμου κατά της Τουρκίας με επίκεντρο την περιοχή των Στενών του Βοσπόρου. Όμως η αναπάντεχη έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έκανε τη Βρετανία να ακυρώσει την παράδοση των δύο πλοίων και να κρατήσει για τις δικές της ανάγκες (21 Ιουλίου/3 Αυγούστου 1914) και απάλλαξε την Ελλάδα από την απειλή αυτή.
Οι διωγμοί των Ελλήνων από τους Τούρκους που ξεκίνησαν το 1914 και άγγιζαν τα όρια της εθνοκάθαρσης (θα ασχοληθούμε σύντομα με αυτούς) οδήγησαν την ελληνική πλευρά στην απόφαση να συμπεριλάβει και τους Έλληνες της Μικράς Ασίας σε όσους έπρεπε να απαλλαγούν από τον οθωμανικό ζυγό και οι περιοχές που ζούσαν αυτοί να προσαρτηθούν στην ελληνική επικράτεια…
Πηγή: ΣΠΥΡΙΔΩΝ Γ. ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ, «ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΓΗΪΔΟΣ», βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Τρίτη έκδοση, 2020